Τα αυξήμενα επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα μπορούν να προκαλέσουν οξεία ουρική αρθρίτιδα που συνήθως προσβάλλει το μεγάλο δάχτυλο του άκρου ποδός μονόπλευρα. Σε πιο μακροχρόνια βάση, η υπερουριχαιμία έχει συσχετιστεί με ανάπτυξη νεφρολιθίασης, νεφρικής ανεπάρκειας και καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η μεγάλη κατανάλωση οινοπνεύματος και τροφών πλούσιων σε ζωικές πουρίνες (λιπαρά τρόφιμα, ντομάτες, εντόσθια, οστρακοειδή, θαλασσινά-μαλάκια, κυνήγι) μπορεί να προκαλέσουν οξεία ουρική αρθρίτιδα, όπως και η λήψη διαφόρων φαρμάκων (για παράδειγμα διουρητικά και κυκλοσπορίνη). Διάφορες παθήσεις επίσης προδιαθέτουν στην αύξηση των επιπέδων ουρικού οξέος στο αίμα, όπως παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης, ψωρίαση, νεφρικά νοσήματα, υπέρταση, υπερπαραθυρεοειδισμός και υποθυρεοειδισμός.
Η υπερουριχαιμία είναι συνήθως ασυμπτωματική, με αποτέλεσμα να παραμένει αδιάγνωστη μέχρι την εμφάνιση κάποιας κλινικής της εκδήλωσης. Για αυτό είναι σημαντικό να ελέγχονται τακτικά τα επίπεδα του ουρικού οξέος στο αίμα, ιδίως σε άτομα με ιστορικό ουρικής αρθρίτιδας, αλλά και επί παρουσίας προδιαθεσικών παραγόντων (διατροφικές συνήθειες, λήψη φαρμάκων, παθήσεις).
Η γιατρός ασχολείται κλινικά και ερευνητικά με τις διαταραχές μεταβολισμού του ουρικού οξέος και την σημασία τους ως καρδιαγγειακού παράγοντα κινδύνου. Στόχος της είναι η τακτική παρακολούθηση των επιπέδων του ουρικού οξέος στο αίμα, με απώτερο σκοπό την πρόληψη εμφάνισης υπερουριχαιμίας και των επιπλοκών της. Η γιατρός παρέχει υγιεινοδιαιτητικές συμβουλές για την μείωση των επιπέδων του ουρικού οξέος, αλλά και φαρμακευτική αντιμετώπιση τόσο της οξείας ουρικής αρθρίτιδας, όσο και της χρόνιας υπερουριχαιμίας.